- φαλαγγώνω
- φαλαγγῶ, -όω, ΝΜΑ [φάλαγξ, -αγγος]νεοελλ.(στην Κρήτη) βάζω τα πρόβατα στην γραμμή για να τά μετρήσωμσν.συγκροτώ φάλαγγεςαρχ.1. κινώ κάτι με την βοήθεια φαλαγγίων2. εφοδιάζω με φαλάγγια («τοῡτον [τὸν τόπον] οἱ στρατιώται ξύλοις φαλαγγώσαντες ὑπερήνεγκαν ὀγδοήκοντα τριήρεις ἡμέρᾳ μιᾷ», Πολύαιν.).
Dictionary of Greek. 2013.